υπεροξειδώνω

υπεροξειδώνω
υπεροξείδωσα, υπεροξειδώθηκα, υπεροξειδωμένος, μεταβάλλω σε υπεροξείδιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπεροξειδώνω — Ν 1. οξειδώνω σε μεγαλύτερο βαθμό 2. χημ. μετατρέπω ένα οξείδιο σε υπεροξείδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. peroxidize < λατ. per «πολύ, υπερβολικά» + αγγλ. oxidize (πρβλ. οξ[ε]ιδώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”